- ὑπηρετοῦντες
- ὑπηρετέωdo service on board shippres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
σιλεντιάριος — ὁ, ΜΑ, και σελεντάριος Μ αξιωματούχος τής Αυλής στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την τήρηση τής ησυχίας κατά την παρουσία τού αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῑ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῡντες», Προκ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek